αφράτος — η, ο [αφρός] 1. αυτός που είναι μαλακός σαν αφρός 2. εύθρυπτος, ευκολότριφτος 3. (για ανθρώπους ή για το δέρμα τους) λευκός, δροσερός, απαλόσαρκος … Dictionary of Greek
σπογγίτης — ό, θηλ. σπογγῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. ονομασία πορώδους λίθου 2. (για άρτο) αφρώδης, αφράτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
τροφαντός — και τορφαντός, ή, ό, Ν 1. (για καρπούς και λαχανικά) αυτός που ωρίμασε νωρίς, πρώιμος 2. (για πρόσ.) αφράτος, προκλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πρωτοφαντός (< πρωτ(ο) * + φαντός < φαίνω) με ανομοίωση. Κατ άλλη άποψη, το τ τού τ. κατ… … Dictionary of Greek
αφρόπλαστος — αφρόπλαστος, η, ο και αφροπλασμένος, η, ο ο πλασμένος από αφρό, ο εξαιρετικά αφράτος: Η κοπέλα ήταν τόσο όμορφη κι αφράτη που δίκαια την έλεγαν αφροπλασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)